- αγκομάχημα
- και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ]1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα3. αναστεναγμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκομάχημα — το, ατος και αγκομαχητό, το βαρύς ανασασμός, λαχάνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκομαχητό — το [αγκομαχώ] βλ. αγκομάχημα … Dictionary of Greek
αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] … Dictionary of Greek